- ἀμέριμνος
- ἀμέριμνοςfree from caremasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… … Dictionary of Greek
αμέριμνος — η, ο επίρρ. α ξέγνοιαστος: Θυμόταν τα παιδικά του χρόνια, όταν ζούσε αμέριμνος στο χωριό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεριμνότερον — ἀμέριμνος free from care adverbial comp ἀμέριμνος free from care masc acc comp sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνως — ἀμέριμνος free from care adverbial ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέριμνον — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεριμνοτέρης — ἀμέριμνος free from care fem gen comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεριμνότερα — ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνοις — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνου — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμερίμνους — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)